-
1 удобрить
-
2 удобрение
1. (действие) η λίπανση 2. (ве-щество) το λίπασμαвносить - λιπαίνω, ρίχνω λίπασμαминеральное - ορυκτό/φυσικό -промышленное - βιομηχανικό -, сложное - σύνθετο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удобрение
См. также в других словарях:
λιπαίνω — λίπανα, λιπάνθηκα, λιπασμένος 1. αλείφω με λιπαρή ουσία. 2. λαδώνω μηχανή. 3. ρίχνω λίπασμα στο χωράφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοπρίζω — (ΑM κοπρίζω) [κόπρος (Ι)] ρίχνω κοπριά στα χαράφια για λίπασμα, λιπαίνω με κοπριά νεοελλ. μσν. 1. αφοδεύω, αποπατώ 2. μτφ. κατασπιλώνω, καταρρυπαίνω αρχ. (για φυτά) ενεργώ ως κοπριά … Dictionary of Greek
σκορπίζω — και σκορπάω και σκορπώ σκόρπισα, σκορπίστηκα, σκορπισμένος 1. ρίχνω εδώ κι εκεί, διασπείρω: Σκόρπισε το λίπασμα στο χωράφι. – Ο αέρας σκόρπισε τα φύλλα των δέντρων στους δρόμους. 2. σπαταλώ: Σκορπάει τα λεφτά του σε ανόητες διασκεδάσεις. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)